minute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minute | minutes |
minute (en)
- το λεπτό (της ώρας)
- ⮡ The time is/It’s three minutes to ten.
- Η ώρα είναι δέκα παρά τρία λεπτά.
- ⮡ I missed the bus by five minutes.
- Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά.
- ⮡ The time is/It’s three minutes to ten.
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο) ένα λεπτό, πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
- ⮡ Wait for me a minute!
- Περίμενε ένα λεπτό!
- ⮡ Listen to me for a minute.
- Άκουσέ με για ένα λεπτό.
- ⮡ Not even for a minute am I sitting here.
- Ούτε λεπτό δεν κάθομαι εδώ.
- ⮡ I’ll be back in a minute.
- Θα γυρίσω σ' ένα λεπτό.
- ⮡ He’s finish his work in a minute.
- Τελειώνει τις δουλειές του στο λεπτό.
- ⮡ Wait for me a minute!
- (μόνο πληθυντικός) τα πρακτικά μιας επίσημης συνεδρίασης
- ⮡ I’m taking the meeting minutes.
- Κρατώ τα πρακτικά της συνεδρίασης.
- ⮡ Read the minutes of the last meeting.
- Διάβασε τα πρακτικά της προηγουμένης συνεδρίασης.
- ⮡ I’m taking the meeting minutes.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | minute |
συγκριτικός | minuter |
υπερθετικός | minutest |
minute (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- minute 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- minute 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- minute 2 (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minute | minutes |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]minute (fr) θηλυκό
- το λεπτό (της ώρας)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (βρετανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Επίθετα (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)