mama

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mama (bs)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mama (ca)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mama

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mama (pl) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]