méson

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
méson mésons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

méson (fr) αρσενικό