loin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]loin (en)
- η μέση, το μέρος του σώματος μεταξύ των πλευρών και των γλουτών
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]loin (fr)