lettuce
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lettuce | lettuces |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lettuce (en)
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
lettuce | lettuces |
lettuce (en)