kato

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kato < kat- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kato (eo)