iro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iro | iroj |
αιτιατική | iron | irojn |
iro (eo)
- ο πηγαιμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iro | iroj |
αιτιατική | iron | irojn |
iro (eo)