fusible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fusible | fusibles |
fusible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fusible | fusibles |
fusible (fr) αρσενικό
- ασφάλεια ηλεκτρικού κυκλώματος που λιώνει όταν η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος ξεπερνά κάποια τιμή