Μετάβαση στο περιεχόμενο

full

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός full
συγκριτικός fuller
υπερθετικός fullest

Επίθετο

[επεξεργασία]

full (en)

  1. γεμάτος, που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι ή κάποιον
      The street is full of bikes.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
  2. φαγωμένος, χόρτασα, έχω φάει αρκετά
      We were full so we didn’t go to the restaurant.
    Ήμασταν φαγωμένοι οπότε δεν πήγαμε στο εστιατόριο.
      I don’t want any more food, I am full.
    Δεν θέλω άλλο φαγητό, χόρτασα.
  3. πλήρης, αμέριστος
      full payment - πλήρης εξόφληση
      The government promised full support to the earthquake victims.
    Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]