excessively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
excessively < excessive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

excessively (en)

  • υπερβολικά, καθ' υπερβολήν
    ⮡  The device is excessively complicated.
    Η συσκευή είναι υπερβολικά πολύπλοκη.
    ⮡  The box is excessively big.
    Το κουτί παραείναι μεγάλο. (κυριολεκτικά: Το κουτί είναι υπερβολικά μεγάλο.)
    ⮡  It is excessively hot today.
    Κάνει υπερβολική ζέστη σήμερα.
     συνώνυμα:  overly και too