Μετάβαση στο περιεχόμενο

during

Από Βικιλεξικό

Πρόθεση

[επεξεργασία]

during (en)

  • κατά τη διάρκεια, κατά την ώρα, σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
      during my lifetime - κατά τη διάρκεια της ζωής μου
      during rush hour - κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής
      The use of a towel during your workout is mandatory.
    Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα εκγύμνασης σας είναι υποχρεωτική.
      during my first visit to London - κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο
      I got distracted during class and didn't pay attention to the solution to the exercise.
    Αφαιρέθηκα την ώρα του μαθήματος και δεν πρόσεξα τη λύση της άσκησης.
      She had not been born during the war.
    Δεν είχε γεννηθεί στον πόλεμο.
      Many employees are off during the summer months.
    Πολλοί υπάλληλοι τους θερινούς μήνες είναι αδειούχοι.