during
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Πρόθεση
[επεξεργασία]during (en)
- κατά τη διάρκεια, κατά την ώρα, σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
- ⮡ during my lifetime - κατά τη διάρκεια της ζωής μου
- ⮡ during rush hour - κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής
- ⮡ The use of a towel during your workout is mandatory.
- Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα εκγύμνασης σας είναι υποχρεωτική.
- ⮡ during my first visit to London - κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο
- ⮡ I got distracted during class and didn't pay attention to the solution to the exercise.
- Αφαιρέθηκα την ώρα του μαθήματος και δεν πρόσεξα τη λύση της άσκησης.
- ⮡ She had not been born during the war.
- Δεν είχε γεννηθεί στον πόλεμο.
- ⮡ Many employees are off during the summer months.
- Πολλοί υπάλληλοι τους θερινούς μήνες είναι αδειούχοι.
Πηγές
[επεξεργασία]- during - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 226-227. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάρκεια