downwards
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]downwards (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθοδικά
- ⮡ We moved downwards to the river bed.
- Προχωρήσαμε καθοδικά, μέχρι την κοίτη του ποταμού.
- ≈ συνώνυμα: downwardly
- ⮡ We moved downwards to the river bed.