dor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dor (ang)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dor (br) θηλυκό


ενικός πληθυντικός
dor dores

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dor (pt)