devoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
devoir < deveir < λατινική debere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d(ə)vwaʁ/
 

devoir (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

devoir (fr) αρσενικό



devoir