Μετάβαση στο περιεχόμενο

dam

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dam dams

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dam < αγγλοσαξονική *damm < δυτική πρωτογερμανική *damm < πρωτογερμανική *dammaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰm̥bʰ- (σκάβω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dam (en)

  • το φράγμα
      The dam collects water from the surrounding mountains.
    Το φράγμα μαζεύει το νερό από από τα γύρω βουνά.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dam < δυτική πρωτογερμανική *damm < πρωτογερμανική *dammaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰm̥bʰ- (σκάβω)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dam (nl)