cubo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
cubo cubos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cubo (es)

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)
  3. ο κουβάς



ενικός πληθυντικός
cubo cubi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cubo (it) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)



cubo (la)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



ενικός πληθυντικός
cubo cubos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cubo (pt) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)