could

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

could (en)

  1. (modal verb) μπορώ, θα μπορούσα, μπορεί να, να, υπάρχει η πιθανότητα να γίνει κάτι
    ⮡  I could see him if he comes early.
    Θα μπορούσα να τον δω αν έρθει νωρίς.
    ⮡  I could have seen him if he had come early.
    Θα μπορούσα να τον δω/να τον έβλεπα αν είχε έρθει νωρίς.
    ⮡  I could do nothing/not do anything.
    Θα μπορούσα να μην κάνω τίποτα.
    ⮡  Mistakes which could cost me dearly.
    Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά
    ⮡  It could rain.
    Μπορεί να βρέχει.
    ⮡  Where could Peter be now…
    Πού να βρίσκεται τώρα ο Πέτρος…
    ⮡  It would be cool if you could come.
    Θα ήταν θαυμάσιο αν ερχόσουν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη may
  2. (modal verb) μπορώ, θα μπορούσα, να, χρησιμοποιείται να δηλώσει παράκληση ή άδεια ευγενικά, πιο ευγενική μορφή του can
    ⮡  Could you lend me a thousand euros?
    Mπορείς να μου δανείσεις χίλιες ευρώ;
    ⮡  Could I do this?
    Μπορώ να το κάνω αυτό;
    ⮡  Could you help me?
    Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε;
    ⮡  Could I also borrow books from the library this weekend?
    Να δανείζομαι κι εγώ βιβλία από τη βιβλιοθήκη τα Σαββατοκύριακα;
     συνώνυμα: → και δείτε τη λέξη may
  3. (modal verb) μήπως, μπορώ, να, χρησιμοποιείται να προτείνει κάτι σε κάποιον
    ⮡  Could he be at home?
    Μήπως είναι σπίτι;
    ⮡  Could you have seen him?
    Μήπως τον είδες;
    ⮡  You could put more sugar in the sauce.
    Μπορείτε να βάλετε περισσότερη ζάχαρη στη σάλτσα.
    ⮡  I suggest you could meet with him.
    Προτείνω να τον συναντήσετε.
     συνώνυμα: may, might
  4. (modal verb) μπορεί να, θα μπορούσα να, χρησιμοποιείται να δηλώσει περασμένο ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε, συνήθως λέγεται με θυμό
    ⮡  Be careful! You could have killed me with that stone!
    Πρόσεχε! Μπορεί να/Θα μπορούσες να με σκοτώσεις μ' αυτή την πέτρα!
     συνώνυμα: might

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

could (en)

  • αόριστος του can, χρησιμοποιείται να δηλώσει κάτι που κάποιος μπόρεσε να κάνει στο παρελθόν
    ⮡  I could not go yesterday.
    Δεν μπόρεσα να πάω χθες.
    ⮡  No doctor could cure me.
    Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να με γιατρέψει.