compassion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

compassion (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
compassion compassions

compassion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη compatir