Μετάβαση στο περιεχόμενο

compagnia

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
compagnia compagnie

compagnia (it) θηλυκό

  1. συντροφιά
  2. εταιρεία