caw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | caw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caws |
αόριστος | cawed |
παθητική μετοχή | cawed |
ενεργητική μετοχή | cawing |
Ρήμα
[επεξεργασία]caw (en)
- κράζω, κρώζω, βγάζω δυνατή φωνή ή κραυγή σαν του κόρακα
- ↪ We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
- Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.
- ↪ The vultures are cawing over the carcass.
- Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.
- συγκρίνετε με το: crow
- ↪ We located where the body was by the crows which flew around it cawing.