caw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας caw
γ΄ ενικό ενεστώτα caws
αόριστος cawed
παθητική μετοχή cawed
ενεργητική μετοχή cawing

caw (en)

  • κράζω, κρώζω, βγάζω δυνατή φωνή ή κραυγή σαν του κόρακα
    We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
    Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.
    The vultures are cawing over the carcass.
    Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.
    συγκρίνετε με το: crow