caso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- caso < λατινική cāsus < cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱad- (πέφτω).
- caso > νέα ελληνικά : κάζο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]caso (it)
- η μοίρα, η τύχη, η πιθανότητα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- caso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]caso (it)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
caso | casos |
caso (pt) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια (ιταλικά)
- Γαστρονομία (ιταλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)