casa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
casa casas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casa (es) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casa (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casa (ca) θηλυκό

  1. το σπίτι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
casa casas

casa (pt) θηλυκό

  1. το σπίτι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • em casa de - σπίτι (μου, σου, μας, ...)