canna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
canna < αρχαία ελληνικά κάννα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

canna θηλυκό

  1. μικρό και λεπτό καλάμι
  2. (συνεκδοχικά) (οτιδήποτε έχει το σχήμα ή φτιάχνεται από καλάμι) σωλήνας, αυλός
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική canna cannae
γενική cannae cannārum
δοτική cannae cannīs
αιτιατική cannam cannās
κλητική canna cannae
αφαιρετική cannā cannīs
(α' κλίση)