bun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bun | buns |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (τρόφιμο) στρογγυλό ψωμάκι
- (κομμωτική) ο κότσος στα μαλλιά
- ⮡ I wear my hair in a bun.
- Κάνω τα μαλλιά κότσο.
- ⮡ I wear my hair in a bun.
Πηγές
[επεξεργασία]- bun - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 521. ISBN 9780194325684., λήμμα: μαλλιά
Ιαπωνικά (ja)
[επεξεργασία]Μεταγραφή
[επεξεργασία]bun (rōmaji)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bun (ro) ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]bun (ro)