bitch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bitch | bitches |
bitch (en)
- η σκύλα (το θηλυκό σκυλί ή υβριστικός χαρακτηρισμός)
- (χυδαίο) ο/η παθητικός/ή σε μια σχέση (συχνά ειρωνικά για κάποιον που ηττήθηκε)
- ⮡ You are going down! You're so gonna be my bitch tonight. → λείπει η μετάφραση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- life's a bitch and then you die (επίσης: life's a bitch): δηλώνει γενική απαισιοδοξία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bitch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bitches |
αόριστος | bitched |
παθητική μετοχή | bitched |
ενεργητική μετοχή | bitching |
bitch (en)
- παραπονιέμαι, γκρινιάζω
- ⮡ Quit bitching about the problem and do something about it - Σταμάτα να γκρινιάζεις για το πρόβλημα και κάνε κάτι γι' αυτό.