biernik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | biernik | bierniki |
γενική | biernika | bierników |
δοτική | biernikowi | biernikom |
αιτιατική | biernik | bierniki |
οργανική | biernikiem | biernikami |
τοπική | bierniku | biernikach |
κλητική | bierniku | bierniki |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]biernik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η αιτιατική