bell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bell bells

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bell (en)

  • το κουδούνι, η καμπάνα
    ⮡  They waited in silence, until the bell rang.
    Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.