bean
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Ιρλανδικά γαελικά (ga)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
bean
(en)
φασόλι
Ιρλανδικά γαελικά
(ga)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
bean
(ga)
γυναίκα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ιρλανδική γαελική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιρλανδικά γαελικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gaeilge
Gàidhlig
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
संस्कृतम्
Sängö
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
Walon
中文