Μετάβαση στο περιεχόμενο

be able to

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
be able to <  δείτε τις λέξεις be, able και to

be able to (en) (modal verb)

  • μπορώ, έχω την ικανότητα, την εξυπνάδα, την ευκαιρία κτλ. που χρειάζομαι για να κάνω κάτι
      Will you be able to come?
    Θα μπορέσεις να έρθεις;
      I was not able to go yesterday.
    Δεν μπόρεσα να πάω χθες.
      I was not able to see him this week.
    Δεν μπόρεσα να τον δω αυτή την εβδομάδα.
      Freedom is being able to/Freedom is to be able to do whatever I want, if it does not hurt others.
    Ελευθερία είναι να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, αν αυτό δε βλάπτει τους άλλους.
     συνώνυμα: can