basse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
basse < bas < λατινική bassus

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
basse basses

basse (fr) θηλυκό

  1. (μουσική) η μπάσα φωνή, φωνή μπάσου
  2. (μουσικό όργανο) το βιολοντσέλο, μπάσο
     συνώνυμα: violoncelle

Σύνθετα

[επεξεργασία]