Μετάβαση στο περιεχόμενο

barber

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
barber barbers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barber (en)

  1. (κομμωτική, επάγγελμα) ο κουρέας
  2. το κουρείο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη barber shop

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baʁ.be/

barber (fr)

  1. (οικείο) ενοχλώ
    je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me barbe !
    δεν έχω όρεξη να διαβάσω αυτό το βιβλίο, μου τη δίνει