Μετάβαση στο περιεχόμενο

bar

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

bar < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰAr-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bar bars

bar (en)

  1. το μπαρ, κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
      They went by all the bars on the beach.
    Πέρασαν απ' όλα τα μπαρ της παραλίας.
  2. το μπαρ, η μπάρα, μακρόστενη σανίδα σε μπαρ κτλ. όπου σερβίρονται ποτά
      He had so much that we couldn’t stand at the bar.
    Είχε τόσο, που δεν μπορούσαμε να σταθούμε στο μπαρ.
  3. η πλάκα προϊόντος
      a chocolate/soap bar ή a bar of soap/chocolate - πλάκα σαπουνιού/σοκολάτας
  4. η μπάρα, το κάγκελο, η ράβδος, ένα μακρύ ίσιο κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο
      This bar connects the steering wheel to the wheels of the car.
    Αυτή η μπάρα συνδέει το τιμόνι με τους τροχούς του αυτοκινήτου.
      Some bars are missing from the railing.
    Από το κιγκλίδωμα λείπουν μερικά κάγκελα.
      He is behind bars (=in prison).
    Είναι πίσω από τα κάγκελα (=στη φυλακή).
      aluminum bars - ράβδοι αλουμινίου
     συνώνυμα: rod
  5. η μπάρα, η οριζόντια δοκός που πρέπει να περάσει από πάνω της χωρίς να τη ρίξει ο αθλητής του άλματος εις ύψος ή του επι κοντώ
  6. (νομικός όρος) το δικηγορικό σώμα ή το δικηγορικό επάγγελμα ή οι εξετάσεις για να γίνει κανείς δικηγόρος
  7. (μουσική) η διαστολή, η κάθετη γραμμή που σημειώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

bar (en)

  • εκτός (από)
      No one was late bar Paul.
    Κανένας δεν άργησε εκτός του Παύλου/εκτός από τον Παύλο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη besides
ενεστώτας bar
γ΄ ενικό ενεστώτα bars
αόριστος barred
παθητική μετοχή barred
ενεργητική μετοχή barring

bar (en)

  1. αποκλείω, απαγορεύω
      I bar somebody from a competition.
    Αποκλείω κάποιον από ένα διαγωνισμό.
      The police are barring heavy vehicle traffic due to the bad weather.
    Η αστυνομία απαγορεύει την κυκλοφορία βαρέων οχημάτων λόγω της κακοκαιρίας.
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις exclude και prohibit
  2. κλείνω με κάγκελα
      All the door and windows were barred.
    Όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλεισμένα με κάγκελα.
  3. κλείνω το δρόμο
      They barred entrance into the cave.
    Έκλεισαν την είσοδο της σπηλιάς.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bar (sq)



      ενικός         πληθυντικός  
bar bars

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bar (fr) αρσενικό

  1. (ψάρι) το λαβράκι
  2. το μπαρ



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bar (it)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bar (tr)