bang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bang | bangs |
bang (en)
- το μπαμ, ο κρότος, ο ήχος μιας έκρηξης, πυροβολισμού κλπ
- ⮡ The door made a bang (as it closed).
- Η πόρτα έκανε μπαμ.
- ⮡ A very loud bang was heard.
- Ακούστηκε ένα μπαμ πολύ δυνατό.
- ⮡ He closed the door with a bang.
- Έκλεισε την πόρτα με κρότο.
- ⮡ The door made a bang (as it closed).
- το χτύπημα, βίαιο επώδυνο χτύπημα σε ένα μέρος του σώματος
- ⮡ a bang on the head - χτύπημα στο κεφάλι
- (μόνο πληθυντικός, αμερικανική σημασία) οι αφέλειες στα μαλλιά
- ⮡ She cut her hair and gave herself bangs.
- Έκοψε τα μαλλιά της και τα έκανε με αφέλειες.
- ⮡ She has bangs (in her hair).
- Έχει τα μαλλιά της αφέλειες.
- ⮡ She cut her hair and gave herself bangs.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bang |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bangs |
αόριστος | banged |
παθητική μετοχή | banged |
ενεργητική μετοχή | banging |
bang (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, βροντάω, βροντοκοπώ, χτυπώ κάτι με τρόπο που κάνει δυνατό θόρυβο
- ⮡ He banged his fist on the table.
- Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
- ⮡ Who’s banging on the door?
- Ποιος βροντάει στην πόρτα;
- ⮡ Don’t bang on the door like that, you’ll break it.
- Μη βροντοκοπάς έτσι την πόρτα, θα τη σπάσεις.
- ⮡ He banged his fist on the table.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, κάνω μπαμ, κλείνω κάτι με δυνατό θόρυβο
- ⮡ The shutters were banging against the wall.
- Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
- ⮡ The door banged.
- Η πόρτα έκανε μπαμ.
- ⮡ The shutters were banging against the wall.
- (μεταβατικό) χτυπάω, βάζω κάτι κάπου ξαφνικά και βίαια
- ⮡ The judge banged the gavel.
- Ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.
- ⮡ The judge banged the gavel.
- (μεταβατικό) κοπανίζω, χτυπάω κάτι, ειδικά ένα μέρος του σώματος, σε κάτι κατά λάθος
- ⮡ I fell and banged my knee.
- Έπεσα και κοπάνισα το γόνατό μου.
- ⮡ As he was getting up, he banged his head against the table.
- Καθώς σηκωνόταν χτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι.
- ⮡ I fell and banged my knee.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, αργκό, χυδαίο) γαμάω
- ⮡ He banged her.
- Τη γάμησε.
- ⮡ He banged her.