bang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bang bangs

bang (en)

  1. το μπαμ, ο κρότος, ο ήχος μιας έκρηξης, πυροβολισμού κλπ
    ⮡  The door made a bang (as it closed).
    Η πόρτα έκανε μπαμ.
    ⮡  A very loud bang was heard.
    Ακούστηκε ένα μπαμ πολύ δυνατό.
    ⮡  He closed the door with a bang.
    Έκλεισε την πόρτα με κρότο.
  2. το χτύπημα, βίαιο επώδυνο χτύπημα σε ένα μέρος του σώματος
    ⮡  a bang on the head - χτύπημα στο κεφάλι
  3. (μόνο πληθυντικός, αμερικανική σημασία) οι αφέλειες στα μαλλιά
    ⮡  She cut her hair and gave herself bangs.
    Έκοψε τα μαλλιά της και τα έκανε με αφέλειες.
    ⮡  She has bangs (in her hair).
    Έχει τα μαλλιά της αφέλειες.
ενεστώτας bang
γ΄ ενικό ενεστώτα bangs
αόριστος banged
παθητική μετοχή banged
ενεργητική μετοχή banging

bang (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, βροντάω, βροντοκοπώ, χτυπώ κάτι με τρόπο που κάνει δυνατό θόρυβο
    ⮡  He banged his fist on the table.
    Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
    ⮡  Who’s banging on the door?
    Ποιος βροντάει στην πόρτα;
    ⮡  Don’t bang on the door like that, you’ll break it.
    Μη βροντοκοπάς έτσι την πόρτα, θα τη σπάσεις.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, κάνω μπαμ, κλείνω κάτι με δυνατό θόρυβο
    ⮡  The shutters were banging against the wall.
    Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
    ⮡  The door banged.
    Η πόρτα έκανε μπαμ.
  3. (μεταβατικό) χτυπάω, βάζω κάτι κάπου ξαφνικά και βίαια
    ⮡  The judge banged the gavel.
    Ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.
  4. (μεταβατικό) κοπανίζω, χτυπάω κάτι, ειδικά ένα μέρος του σώματος, σε κάτι κατά λάθος
    ⮡  I fell and banged my knee.
    Έπεσα και κοπάνισα το γόνατό μου.
    ⮡  As he was getting up, he banged his head against the table.
    Καθώς σηκωνόταν χτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι.
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, αργκό, χυδαίο) γαμάω
    ⮡  He banged her.
    Τη γάμησε.

Σύνθετα

[επεξεργασία]