Μετάβαση στο περιεχόμενο

away

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

away (en) (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

away (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μακριά, απέχω, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι στο χώρο ή στο χρόνο
      The beach is a mile away.
    Η παραλία είναι μία μίλια μακριά.
      Christmas is still months away.
    Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μήνες μακριά.
      The village is two hours away.
    Το χωριό απέχει δυο ώρες.
      The noise could be heard from a mile away.
    Η φασαρία ακουγόταν από ένα μίλι.
  2. σε διαφορετικό μέρος ή σε διαφορετική κατεύθυνση
      Go away! - Φύγε!
      Put your toys away.
    Βάλε τα παιχνίδια σου στη θέση τους.
      The bright light made her look away.
    Το έντονο φως την έκανε να κοιτάξει αλλού.
  3. λείπω, εκτός, δεν είμαι παρών
      My father is away in Paris.
    Ο πατέρας μου λείπει στο Παρίσι.
      I will be away for 5 minutes.
    Θα λείψω για 5 λεπτά.
      He is away from the office.
    Είναι εκτός γραφείου.
     συνώνυμα: out
  4. συνεχίζω να κάνω κάτι, χρησιμοποιείται μετά από ρήματα για να πει ότι κάτι γίνεται συνέχεια ή με μεγάλη ενεργητικότητα
      He was knocking away at the door with all his might.
    Συνέχισε να χτυπάει την πόρτα μ' όλη του τη δύναμη.
      Midnight came and they were still chatting away.
    Ήρθαν μεσάνυχτα κι αυτοί συνέχιζαν ακόμα την κουβέντα τους.
  5. μέχρι να εξαφανιστεί τελείως
      The water boiled away.
    Το νερό έβρασε και εξατμίστηκε.
      The music faded away.
    Η μουσική εξασθένησε.
      The light was slowly fading away.
    Το φως σιγά σιγά εξασθενούσε.
      The romance quickly went away.
    Ο ρομαντισμός γρήγορα ατόνησε.
  6. (αθλητισμός) εκτός έδρας, στο γήπεδο του αντιπάλου
      The team is playing away this Saturday.
    Η ομάδα παίζει εκτός έδρας αυτό το Σάββατο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]