ano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ano < an- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ano anoj
αιτιατική anon anojn

ano (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ano (cs)