Μετάβαση στο περιεχόμενο

angélique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
angélique angéliques

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒe.lik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

angélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angélique (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  ange