alta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alta < alt- + -a

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική alta altaj
αιτιατική altan altajn

alta (eo)

li estas tre alta - είναι πολύ ψηλός
alta pasvorta forteco - υψηλή ισχύς του συνθηματικού

Αντώνυμα

[επεξεργασία]