alan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
alan < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آلان (alan)

Επίθετο

[επεξεργασία]

alan (tr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alan (tr)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
alan < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آلاڭ (alañ) < παλαιά τουρκικά alaŋ < πρωτοτουρκική *ala-n/*ala-ŋ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αλάνα, αλάνι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alan (tr)

  1. περιοχή
  2. ανοιχτός χώρος