Μετάβαση στο περιεχόμενο

administration

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
administration administrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administration < λατινική administratio

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administration (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διοίκηση, οι δραστηριότητες που γίνονται για να σχεδιάζω, για να οργανώνω και για να λειτουργώ μια επιχείρηση, ένα σχολείο ή άλλο ίδρυμα
      the administration of a union - η διοίκηση σωματείου
      I have a Master of Business Administration./master’s in Business Administration
    Έχω μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
  2. η κυβέρνηση, ειδικά στις ΗΠΑ
      the new administration in Washington - η νέα κυβέρνηση της Ουάσιγκτον
      The new administration was sworn in yesterday.
    Ορκίστηκε χθες η νέα κυβέρνηση.
  3. (μη μετρήσιμο) η διακυβέρνηση, η άσκηση της πολιτικής εξουσίας
      The people, with their votes, decide which party will take over administration of the country.
    Ο λαός με την ψήφο του αποφασίζει ποιο κόμμα θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
  4. (μη μετρήσιμο) η απονομή, η παροχή σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου
      the administration of justice - η απονομή δικαιοσύνης
  5. η διοίκηση, τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση μιας επιχείρησης, ενός ιδρύματός κτλ.
      The company will achieve its goals with the new administration.
    Η επιχείρηση θα πετύχει τους σκοπούς της με την καινούρια διοίκηση.
  6. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η χορήγηση, η πράξη του να χορηγώ φάρμακο σε κάποιον
      the administration of drugs - η χορήγηση φαρμάκων

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
administration administrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administration < λατινική administratio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ad.mi.nis.tʁa.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]