accorder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]accorder (fr)
- απονέμω, παρέχω, χορηγώ, εκχωρώ
- (μουσική) κουρντίζω
- il a accordé sa guitare - κούρντισε την κιθάρα του
- συμφωνώ (με κάποιον)
- le verbe s'accorde avec son sujet - το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενό του