absinto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absinto | absintoj |
αιτιατική | absinton | absintojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]absinto (eo)
- η αψιθιά
Ίντο (io)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
absinto | absinti |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]absinto (io)
- η αψιθιά