Platz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Platz (de) αρσενικό

  1. πλατεία
    die Hauptstraße mündet auf diesen Platz - ο κεντρικός δρόμος βγαίνει στην πλατεία
  2. θέση
    der Platz ist nicht frei - η θέση δεν είναι ελεύθερη


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Platz αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Platz < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Platz αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]