Person
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɛʁˈzoːn/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Per‐son
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Person (de) θηλυκό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Person < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Person αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Person < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Person αρσενικό ή θηλυκό