LOL
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- LOL < Laugh(ing) Out Loud
Συντομομορφή 1
[επεξεργασία]LOL (en) συντομογραφία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- LMAO (εμφατικό)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- LOL στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Συντομομορφή 2
[επεξεργασία]LOL (en) συντομογραφία
- (αλληλογραφία) με πολλή αγάπη