ωδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ᾠδή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωδή οι ωδές
      γενική της ωδής των ωδών
    αιτιατική την ωδή τις ωδές
     κλητική ωδή ωδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωδή < αρχαία ελληνική ᾠδή < ἀοιδή < ἀείδω και ἀήδω (τραγουδώ) < ἀϜείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd- (κοινή ρίζα με την λέξη αὐδή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωδή θηλυκό

  1. λυρικό άσμα, τραγούδι
  2. ύμνος
  3. υμνητικό ποίημα
  4. (στην αρχαία Ελλάδα) κάθε ποίημα που απαγγελλόταν τραγουδιστά ή μελωδικά ή πάντως με ρυθμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]