ψάχνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψάχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψάχνω < αρχαία ελληνική ψαύω από το ουρανικό θέμα του παρακειμένου ἔψαυκα του ψαύω (κατά το διώκω που έγινε διώχνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ψάχνω, πρτ.: έψαχνα, στ.μέλλ.: θα ψάξω, αόρ.: έψαξα, παθ.φωνή: ψάχνομαι, π.αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος
- προσπαθώ να βρω κάτι ή κάποιον
- ερευνώ (π.χ. ένα χώρο) προσπαθώντας να βρω κάτι ή κάποιον
- ↪ Έψαξε τις τσέπες του προσπαθώντας να βρει ανάμεσα στα κέρματα το κλειδί του.
- ↪ τον έψαξαν στο αεροδρόμιο (του έκαναν σωματική έρευνα)
- επιπλέον σημασίες στην παθητική φωνή → δείτε τη λέξη ψάχνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψάχνω | έψαχνα | θα ψάχνω | να ψάχνω | ψάχνοντας | |
β' ενικ. | ψάχνεις | έψαχνες | θα ψάχνεις | να ψάχνεις | ψάχνε | |
γ' ενικ. | ψάχνει | έψαχνε | θα ψάχνει | να ψάχνει | ||
α' πληθ. | ψάχνουμε | ψάχναμε | θα ψάχνουμε | να ψάχνουμε | ||
β' πληθ. | ψάχνετε | ψάχνατε | θα ψάχνετε | να ψάχνετε | ψάχνετε | |
γ' πληθ. | ψάχνουν(ε) | έψαχναν ψάχναν(ε) |
θα ψάχνουν(ε) | να ψάχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έψαξα | θα ψάξω | να ψάξω | ψάξει | ||
β' ενικ. | έψαξες | θα ψάξεις | να ψάξεις | ψάξε | ||
γ' ενικ. | έψαξε | θα ψάξει | να ψάξει | |||
α' πληθ. | ψάξαμε | θα ψάξουμε | να ψάξουμε | |||
β' πληθ. | ψάξατε | θα ψάξετε | να ψάξετε | ψάξτε | ||
γ' πληθ. | έψαξαν ψάξαν(ε) |
θα ψάξουν(ε) | να ψάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψάξει | είχα ψάξει | θα έχω ψάξει | να έχω ψάξει | ||
β' ενικ. | έχεις ψάξει | είχες ψάξει | θα έχεις ψάξει | να έχεις ψάξει | έχε ψαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψάξει | είχε ψάξει | θα έχει ψάξει | να έχει ψάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψάξει | είχαμε ψάξει | θα έχουμε ψάξει | να έχουμε ψάξει | ||
β' πληθ. | έχετε ψάξει | είχατε ψάξει | θα έχετε ψάξει | να έχετε ψάξει | έχετε ψαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψάξει | είχαν ψάξει | θα έχουν ψάξει | να έχουν ψάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψαγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψάχνομαι | ψαχνόμουν(α) | θα ψάχνομαι | να ψάχνομαι | ||
β' ενικ. | ψάχνεσαι | ψαχνόσουν(α) | θα ψάχνεσαι | να ψάχνεσαι | (ψάχνου) | |
γ' ενικ. | ψάχνεται | ψαχνόταν(ε) | θα ψάχνεται | να ψάχνεται | ||
α' πληθ. | ψαχνόμαστε | ψαχνόμαστε ψαχνόμασταν |
θα ψαχνόμαστε | να ψαχνόμαστε | ||
β' πληθ. | ψάχνεστε | ψαχνόσαστε ψαχνόσασταν |
θα ψάχνεστε | να ψάχνεστε | (ψάχνεστε) | |
γ' πληθ. | ψάχνονται | ψάχνονταν ψαχνόντουσαν |
θα ψάχνονται | να ψάχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψάχτηκα | θα ψαχτώ | να ψαχτώ | ψαχτεί | ||
β' ενικ. | ψάχτηκες | θα ψαχτείς | να ψαχτείς | ψάξου | ||
γ' ενικ. | ψάχτηκε | θα ψαχτεί | να ψαχτεί | |||
α' πληθ. | ψαχτήκαμε | θα ψαχτούμε | να ψαχτούμε | |||
β' πληθ. | ψαχτήκατε | θα ψαχτείτε | να ψαχτείτε | ψαχτείτε | ||
γ' πληθ. | ψάχτηκαν ψαχτήκαν(ε) |
θα ψαχτούν(ε) | να ψαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψαχτεί | είχα ψαχτεί | θα έχω ψαχτεί | να έχω ψαχτεί | ψαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψαχτεί | είχες ψαχτεί | θα έχεις ψαχτεί | να έχεις ψαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψαχτεί | είχε ψαχτεί | θα έχει ψαχτεί | να έχει ψαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψαχτεί | είχαμε ψαχτεί | θα έχουμε ψαχτεί | να έχουμε ψαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψαχτεί | είχατε ψαχτεί | θα έχετε ψαχτεί | να έχετε ψαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψαχτεί | είχαν ψαχτεί | θα έχουν ψαχτεί | να έχουν ψαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψαγμένος - είμαστε, είστε, είναι ψαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψαγμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψάχνω
Πηγές
[επεξεργασία]- ψάχνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας