χα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χα < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]χα
- ηχομιμητική λέξη που μιμείται το γέλιο (συνήθως επαναλαμβανόμενη)
- → δείτε τη λέξη χα χα
- επιφώνημα με το οποίο εκφράζουμε σαρκασμό ή ειρωνεία