Μετάβαση στο περιεχόμενο

χέστης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέστης οι χέστες
& χέστηδες
      γενική του χέστη των
& χέστηδων
    αιτιατική τον χέστη τους χέστες
& χέστηδες
     κλητική χέστη χέστες
& χέστηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέστης < χέζω + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χέστης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]