φυσίγγιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/94/.303ammunition.jpeg/220px-.303ammunition.jpeg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/dd/Osigura%C4%8D1.jpg/220px-Osigura%C4%8D1.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσίγγιο < (ελληνιστική κοινή) φυσίγγιον, υποκοριστικό του φυσίγγη < φῦσιγξ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fiˈsiŋ.ɟi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσίγγιο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) (πυρομαχικά) το σύνολο βλήματος και κάλυκα που περιέχει την εκρηκτική γόμωση
- (ηλεκτρολογία) είδος ηλεκτρικής ασφάλειας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατιωτικός όρος