τμήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τμήμα | τα | τμήματα |
γενική | του | τμήματος | των | τμημάτων |
αιτιατική | το | τμήμα | τα | τμήματα |
κλητική | τμήμα | τμήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τμήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τμῆμα [1] < τέμνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τμήμα ουδέτερο
- μέρος ή υποδιαίρεση ενός συνόλου
- ↪ρίζες ονομάζουμε το τμήμα του φυτού που βρίσκεται μέσα στο έδαφος
- υποδιαίρεση
- υπηρεσίας, διοικητικής μονάδας
- συνώνυμο του αστυνομικό τμήμα
- εκλογικό τμήμα
- ή εκπαιδευτικής μονάδας
- ↪ Πόσα τμήματα έχει η Φιλοσοφική Σχολή στα ελληνικά πανεπιστήμια;
- ↪ τάξεις με πολλούς μαθητές, χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα
- υπηρεσίας, διοικητικής μονάδας
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη τέμνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τμήμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τμήμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)